Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
View word page
ἀποκαυσμός
burning
ShortDef
burning
Debugging
Headword:
ἀποκαυσμός
Headword (normalized):
ἀποκαυσμός
Headword (normalized/stripped):
αποκαυσμος
IDX:
11167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11168
Key:
Data
{'content': 'burning'}