Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
View word page
ἀπόκαυσις
burning, scorching

ShortDef

burning, scorching

Debugging

Headword:
ἀπόκαυσις
Headword (normalized):
ἀπόκαυσις
Headword (normalized/stripped):
αποκαυσις
IDX:
11166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11167
Key:

Data

{'content': 'burning, scorching'}