Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
View word page
ἀποκαυλιστέον
one must break off

ShortDef

one must break off

Debugging

Headword:
ἀποκαυλιστέον
Headword (normalized):
ἀποκαυλιστέον
Headword (normalized/stripped):
αποκαυλιστεον
IDX:
11164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11165
Key:

Data

{'content': 'one must break off'}