Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
View word page
ἀποκαύλισις
a breaking short off, snapping
ShortDef
a breaking short off, snapping
Debugging
Headword:
ἀποκαύλισις
Headword (normalized):
ἀποκαύλισις
Headword (normalized/stripped):
αποκαυλισις
IDX:
11163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11164
Key:
Data
{'content': 'a breaking short off, snapping'}