Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
View word page
ἀποκαυλίζω
to break off by the stalk: to break short off
ShortDef
to break off by the stalk: to break short off
Debugging
Headword:
ἀποκαυλίζω
Headword (normalized):
ἀποκαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκαυλιζω
IDX:
11162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11163
Key:
Data
{'content': 'to break off by the stalk: to break short off'}