Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
View word page
ἀποκατορθόω
recover one's prosperity

ShortDef

recover one's prosperity

Debugging

Headword:
ἀποκατορθόω
Headword (normalized):
ἀποκατορθόω
Headword (normalized/stripped):
αποκατορθοω
IDX:
11159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11160
Key:

Data

{'content': "recover one's prosperity"}