Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
ἀδιάπτωτος
View word page
ἀδιαπάτητος
untrodden

ShortDef

untrodden

Debugging

Headword:
ἀδιαπάτητος
Headword (normalized):
ἀδιαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
αδιαπατητος
IDX:
1115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1116
Key:

Data

{'content': 'untrodden'}