Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀπόκειμαι
View word page
ἀποκατέχω
hold bound

ShortDef

hold bound

Debugging

Headword:
ἀποκατέχω
Headword (normalized):
ἀποκατέχω
Headword (normalized/stripped):
αποκατεχω
IDX:
11158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11159
Key:

Data

{'content': 'hold bound'}