Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
View word page
ἀποκαταψύχω
cool
ShortDef
cool
Debugging
Headword:
ἀποκαταψύχω
Headword (normalized):
ἀποκαταψύχω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταψυχω
IDX:
11157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11158
Key:
Data
{'content': 'cool'}