Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
View word page
ἀποκατάσχεσις
abstentatio

ShortDef

abstentatio

Debugging

Headword:
ἀποκατάσχεσις
Headword (normalized):
ἀποκατάσχεσις
Headword (normalized/stripped):
αποκατασχεσις
IDX:
11154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11155
Key:

Data

{'content': 'abstentatio'}