Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
View word page
ἀποκατάστασις
restoration, re-establishment

ShortDef

restoration, re-establishment

Debugging

Headword:
ἀποκατάστασις
Headword (normalized):
ἀποκατάστασις
Headword (normalized/stripped):
αποκαταστασις
IDX:
11152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11153
Key:

Data

{'content': 'restoration, re-establishment'}