Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
View word page
ἀποκαταρρίπτω
plunge
ShortDef
plunge
Debugging
Headword:
ἀποκαταρρίπτω
Headword (normalized):
ἀποκαταρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταρριπτω
IDX:
11150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11151
Key:
Data
{'content': 'plunge'}