Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
ἀποκατορθόω
View word page
ἀποκαταρρέω
flow down from
ShortDef
flow down from
Debugging
Headword:
ἀποκαταρρέω
Headword (normalized):
ἀποκαταρρέω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταρρεω
IDX:
11149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11150
Key:
Data
{'content': 'flow down from'}