Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
ἀδιαπόνητος
ἀδιαπόρευτος
ἀδιαπτωσία
View word page
ἀδιάξεστος
unpolished

ShortDef

unpolished

Debugging

Headword:
ἀδιάξεστος
Headword (normalized):
ἀδιάξεστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαξεστος
IDX:
1114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1115
Key:

Data

{'content': 'unpolished'}