Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατέχω
View word page
ἀποκαταλλάσσω
to reconcile again

ShortDef

to reconcile again

Debugging

Headword:
ἀποκαταλλάσσω
Headword (normalized):
ἀποκαταλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταλλασσω
IDX:
11148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11149
Key:

Data

{'content': 'to reconcile again'}