Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
View word page
ἀποκαταλαμβάνω
intercept

ShortDef

intercept

Debugging

Headword:
ἀποκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἀποκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταλαμβανω
IDX:
11147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11148
Key:

Data

{'content': 'intercept'}