Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
View word page
ἀποκατάγω
bring back
ShortDef
bring back
Debugging
Headword:
ἀποκατάγω
Headword (normalized):
ἀποκατάγω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταγω
IDX:
11146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11147
Key:
Data
{'content': 'bring back'}