Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
View word page
ἀποκαταβαίνω
dismount
ShortDef
dismount
Debugging
Headword:
ἀποκαταβαίνω
Headword (normalized):
ἀποκαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταβαινω
IDX:
11143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11144
Key:
Data
{'content': 'dismount'}