Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
View word page
ἀποκαρτερητέον
one must abstain from food
ShortDef
one must abstain from food
Debugging
Headword:
ἀποκαρτερητέον
Headword (normalized):
ἀποκαρτερητέον
Headword (normalized/stripped):
αποκαρτερητεον
IDX:
11141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11142
Key:
Data
{'content': 'one must abstain from food'}