Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
View word page
ἀποκαρπίζω
gather fruit
ShortDef
gather fruit
Debugging
Headword:
ἀποκαρπίζω
Headword (normalized):
ἀποκαρπίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκαρπιζω
IDX:
11136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11137
Key:
Data
{'content': 'gather fruit'}