Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
View word page
ἀποκαρόω
stupefy

ShortDef

stupefy

Debugging

Headword:
ἀποκαρόω
Headword (normalized):
ἀποκαρόω
Headword (normalized/stripped):
αποκαροω
IDX:
11135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11136
Key:

Data

{'content': 'stupefy'}