Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφόομαι
View word page
ἀποκαρατομέω
behead

ShortDef

behead

Debugging

Headword:
ἀποκαρατομέω
Headword (normalized):
ἀποκαρατομέω
Headword (normalized/stripped):
αποκαρατομεω
IDX:
11132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11133
Key:

Data

{'content': 'behead'}