Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
View word page
ἀποκαπύω
to breathe away
ShortDef
to breathe away
Debugging
Headword:
ἀποκαπύω
Headword (normalized):
ἀποκαπύω
Headword (normalized/stripped):
αποκαπυω
IDX:
11129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11130
Key:
Data
{'content': 'to breathe away'}