Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
View word page
ἀποκαπνίζω
fumigate

ShortDef

fumigate

Debugging

Headword:
ἀποκαπνίζω
Headword (normalized):
ἀποκαπνίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκαπνιζω
IDX:
11127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11128
Key:

Data

{'content': 'fumigate'}