Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
ἀποκαρόω
View word page
ἀποκάμπτω
to turn off
ShortDef
to turn off
Debugging
Headword:
ἀποκάμπτω
Headword (normalized):
ἀποκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκαμπτω
IDX:
11125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11126
Key:
Data
{'content': 'to turn off'}