Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
ἀπόκαρμα
View word page
ἀποκαμπτός
bent
ShortDef
bent
Debugging
Headword:
ἀποκαμπτός
Headword (normalized):
ἀποκαμπτός
Headword (normalized/stripped):
αποκαμπτος
IDX:
11124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11125
Key:
Data
{'content': 'bent'}