Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
ἀποκαρδιουργέω
View word page
ἀποκάμνω
to grow quite weary, fail
ShortDef
to grow quite weary, fail
Debugging
Headword:
ἀποκάμνω
Headword (normalized):
ἀποκάμνω
Headword (normalized/stripped):
αποκαμνω
IDX:
11123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11124
Key:
Data
{'content': 'to grow quite weary, fail'}