Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
ἀποκαρατομέω
View word page
ἀποκάλυψις
an uncovering, a revelation
ShortDef
an uncovering, a revelation
Debugging
Headword:
ἀποκάλυψις
Headword (normalized):
ἀποκάλυψις
Headword (normalized/stripped):
αποκαλυψις
IDX:
11122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11123
Key:
Data
{'content': 'an uncovering, a revelation'}