Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
ἀποκαραδοκία
View word page
ἀποκάλυφος
uncovered
ShortDef
uncovered
Debugging
Headword:
ἀποκάλυφος
Headword (normalized):
ἀποκάλυφος
Headword (normalized/stripped):
αποκαλυφος
IDX:
11121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11122
Key:
Data
{'content': 'uncovered'}