Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
ἀποκαπύω
ἀποκαραδοκέω
View word page
ἀποκαλύπτω
to uncover
ShortDef
to uncover
Debugging
Headword:
ἀποκαλύπτω
Headword (normalized):
ἀποκαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκαλυπτω
IDX:
11120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11121
Key:
Data
{'content': 'to uncover'}