Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
ἀδιαπνευστία
ἀδιάπνευστος
View word page
ἀδιανοητεύομαι
speak unintelligibly

ShortDef

speak unintelligibly

Debugging

Headword:
ἀδιανοητεύομαι
Headword (normalized):
ἀδιανοητεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αδιανοητευομαι
IDX:
1111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1112
Key:

Data

{'content': 'speak unintelligibly'}