Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
ἀπόκαμψις
ἀποκαπνίζω
ἀποκαπνισμός
View word page
ἀποκάλυμμα
arevelation
ShortDef
arevelation
Debugging
Headword:
ἀποκάλυμμα
Headword (normalized):
ἀποκάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
αποκαλυμμα
IDX:
11118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11119
Key:
Data
{'content': 'arevelation'}