Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
ἀποκάμπτω
View word page
ἀποκαλαμουργέω
free from reeds

ShortDef

free from reeds

Debugging

Headword:
ἀποκαλαμουργέω
Headword (normalized):
ἀποκαλαμουργέω
Headword (normalized/stripped):
αποκαλαμουργεω
IDX:
11115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11116
Key:

Data

{'content': 'free from reeds'}