Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
ἀποκάλυφος
ἀποκάλυψις
ἀποκάμνω
ἀποκαμπτός
View word page
ἀποκάκησις
cowardice

ShortDef

cowardice

Debugging

Headword:
ἀποκάκησις
Headword (normalized):
ἀποκάκησις
Headword (normalized/stripped):
αποκακησις
IDX:
11114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11115
Key:

Data

{'content': 'cowardice'}