Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
ἀποκαλύπτω
View word page
ἀποκαίριος
unseasonable
ShortDef
unseasonable
Debugging
Headword:
ἀποκαίριος
Headword (normalized):
ἀποκαίριος
Headword (normalized/stripped):
αποκαιριος
IDX:
11110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11111
Key:
Data
{'content': 'unseasonable'}