Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
ἀποκαλυπτέος
View word page
ἀποκαίνυμαι
to surpass

ShortDef

to surpass

Debugging

Headword:
ἀποκαίνυμαι
Headword (normalized):
ἀποκαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
αποκαινυμαι
IDX:
11109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11110
Key:

Data

{'content': 'to surpass'}