Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
ἀποκαλλωπίζω
ἀποκάλυμμα
View word page
ἀποκαθίστημι
to re-establish, restore, reinstate

ShortDef

to re-establish, restore, reinstate

Debugging

Headword:
ἀποκαθίστημι
Headword (normalized):
ἀποκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
αποκαθιστημι
IDX:
11108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11109
Key:

Data

{'content': 'to re-establish, restore, reinstate'}