Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
ἀποκαίω
ἀποκακέω
ἀποκάκησις
ἀποκαλαμουργέω
ἀποκαλέω
View word page
ἀποκαθίζω
sit apart
ShortDef
sit apart
Debugging
Headword:
ἀποκαθίζω
Headword (normalized):
ἀποκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκαθιζω
IDX:
11106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11107
Key:
Data
{'content': 'sit apart'}