Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκαίριος
ἀποκαισαρόομαι
View word page
ἀποκαθαρτικός
clearing off, cleansing

ShortDef

clearing off, cleansing

Debugging

Headword:
ἀποκαθαρτικός
Headword (normalized):
ἀποκαθαρτικός
Headword (normalized/stripped):
αποκαθαρτικος
IDX:
11101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11102
Key:

Data

{'content': 'clearing off, cleansing'}