Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
ἀδιάπλαστος
ἀδιαπνευστέω
View word page
ἀδιαμόρφωτος
not fully formed

ShortDef

not fully formed

Debugging

Headword:
ἀδιαμόρφωτος
Headword (normalized):
ἀδιαμόρφωτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαμορφωτος
IDX:
1109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1110
Key:

Data

{'content': 'not fully formed'}