Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
View word page
ἀβόσκητος
ungrazed
ShortDef
ungrazed
Debugging
Headword:
ἀβόσκητος
Headword (normalized):
ἀβόσκητος
Headword (normalized/stripped):
αβοσκητος
IDX:
110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-111
Key:
Data
{'content': 'ungrazed'}