Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
ἀποκαθίστημι
View word page
ἀποκάθαρμα
that which is cleared off, excretion
ShortDef
that which is cleared off, excretion
Debugging
Headword:
ἀποκάθαρμα
Headword (normalized):
ἀποκάθαρμα
Headword (normalized/stripped):
αποκαθαρμα
IDX:
11098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11099
Key:
Data
{'content': 'that which is cleared off, excretion'}