Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
ἀποκάθισμα
View word page
ἀποκαθαρίζω
cleanse, purify

ShortDef

cleanse, purify

Debugging

Headword:
ἀποκαθαρίζω
Headword (normalized):
ἀποκαθαρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποκαθαριζω
IDX:
11097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11098
Key:

Data

{'content': 'cleanse, purify'}