Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
ἀποκάθημαι
ἀποκαθίζω
View word page
ἀποκαθαίρω
to cleanse
ShortDef
to cleanse
Debugging
Headword:
ἀποκαθαίρω
Headword (normalized):
ἀποκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
αποκαθαιρω
IDX:
11096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11097
Key:
Data
{'content': 'to cleanse'}