Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
ἀποκαθεύδω
View word page
ἀποιωνίζομαι
shun as anill-omen

ShortDef

shun as anill-omen

Debugging

Headword:
ἀποιωνίζομαι
Headword (normalized):
ἀποιωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποιωνιζομαι
IDX:
11094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11095
Key:

Data

{'content': 'shun as anill-omen'}