Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεστάθην
View word page
ἀποίχομαι
to be gone away, to be far from
ShortDef
to be gone away, to be far from
Debugging
Headword:
ἀποίχομαι
Headword (normalized):
ἀποίχομαι
Headword (normalized/stripped):
αποιχομαι
IDX:
11093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11094
Key:
Data
{'content': 'to be gone away, to be far from'}