Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκάθαρμα
View word page
ἀποινόδορπος
ransom-devouring

ShortDef

ransom-devouring

Debugging

Headword:
ἀποινόδορπος
Headword (normalized):
ἀποινόδορπος
Headword (normalized/stripped):
αποινοδορπος
IDX:
11088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11089
Key:

Data

{'content': 'ransom-devouring'}