Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
View word page
ἀποινί
unpunished
ShortDef
unpunished
Debugging
Headword:
ἀποινί
Headword (normalized):
ἀποινί
Headword (normalized/stripped):
αποινι
IDX:
11086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11087
Key:
Data
{'content': 'unpunished'}