Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
View word page
ἀποινέω
cease to ferment
ShortDef
cease to ferment
Debugging
Headword:
ἀποινέω
Headword (normalized):
ἀποινέω
Headword (normalized/stripped):
αποινεω
IDX:
11085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11086
Key:
Data
{'content': 'cease to ferment'}