Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίχομαι
View word page
ἄποινα
a ransom; compensation

ShortDef

a ransom; compensation

Debugging

Headword:
ἄποινα
Headword (normalized):
ἄποινα
Headword (normalized/stripped):
αποινα
IDX:
11083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11084
Key:

Data

{'content': 'a ransom; compensation'}